δρέψει

δρέψει
δρέπω
V A
aor subj act 3rd sg (epic)
δρέπω
V A
fut ind mid 2nd sg (doric)
δρέπω
V A
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Λέναρντ, Φίλιπ Έντουαρντ Άντον — (Phillipp Eduard Anton Lenard, Μπρατισλάβα 1862 – Μεσελχάουζεν 1947). Γερμανός φυσικός και πανεπιστημιακός, ουγγρικής καταγωγής. Σπούδασε διαδοχικά στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης, της Βιέννης, του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Εκτός από μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”